DAY 3

Tρίτη 7 Ιουνίου: PJ HARVEY + THE BRIAN JONESTOWN MASSACRE + SLOWDIVE + CLOSER + THE NOISE FIGURES

Tρίτη 7 Ιουνίου: PJ HARVEY + THE BRIAN JONESTOWN MASSACRE + SLOWDIVE + CLOSER + THE NOISE FIGURES

PJ HARVEY

pjharvey-day3

Ξεκινώντας κάποιος να γράφει για το ποια είναι η PJ Harvey, τι έχει επιτύχει σε αυτά τα περίπου 30 χρόνια που βρίσκεται στο προσκήνιο, ποια είναι η επίδρασή της στην παγκόσμια μουσική σκηνή και η εν γένει θέση της στο στερέωμα του rock’n’roll, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα, το πιο πιθανό είναι να αναρωτηθεί για το πόσες σελίδες μπορεί να γεμίσει και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση. Όσο πιο επιγραμματικά γίνεται λοιπόν…

Το 1991, σχημάτισε το δικό της συγκρότημα, με τη συνδρομή του – επίσης συχνού συνεργάτη της – Rob Ellis στα drums και του Ian Oliver στο μπάσο. Εκείνη ανέλαβε τα φωνητικά και την κιθάρα, βαφτίζοντας το τρίο απλά ως PJ Harvey.

To 1992, η μπάντα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο album, “Dry”, γνωρίζοντας αμέσως τεράστια αποδοχή από τον μουσικό Τύπο και, κυρίως, από τον περίφημο John Peel. Τα δύο – φοβερά και τρομερά – singles του δίσκου, “Dress” και “Sheila-Na-Gig”, έτυχαν ανάλογης υποδοχής, ενώ και άλλα κομμάτια ξεχώρισαν από αυτόν, όπως το στοιχειωτικό “Oh, My Lover” και το “Plants And Rags”. Λίγα χρόνια αργότερα, το συγκεκριμένο album θα βρισκόταν στην περίφημη λίστα με τα αγαπημένα του Kurt Cobain.

Στη συνέχεια, η Island (Polygram) προσέφερε αμέσως συμβόλαιο στη μπάντα που με τη σειρά της ταξίδεψε στη Minnesota για να δουλέψει μαζί με τον μεγάλο Steve Albini (Big Black, Shellac). Τον Μάιο του 1993, κυκλοφόρησε το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους. Το “Rid Of Me” ήταν ένα ωμό αριστούργημα που συνδύαζε το grunge (που τότε επικρατούσε) με την αμεσότητα των blues και μία σκοτεινή αισθητική. Άλλα δύο φοβερά singles (“50 ft Queenie”, “Man-Size”) και περισσότερα highlights (“Yuri-G”, “Dry”, “Rid Of Me”) καθιέρωσαν ακόμα περισσότερο το όνομα της PJ Harvey στη συνείδηση του κοινού.

Το 1995, σαν solo καλλιτέχνις πλέον, παρουσίασε το τρίτο album της καριέρας της, “To Bring You My Love”. Εδώ, επανενώνεται με τον John Parish και πρωτοσυνεργάζεται με τον σπουδαίο πολυ-οργανίστα Mick Harvey (από τους Bad Seeds)και τον drummer Jean-Marc Butty. Και οι τρεις παραμένουν συνεργάτες της μέχρι σήμερα, όπως και ο Floodπου ανέλαβε την παραγωγή. Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτέλεσε την πρώτη πολύ μεγάλη επιτυχία για την PJ Harvey, ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο πωλήσεις παγκοσμίως. Ούτως ή άλλως, η εμπορικότητα δεν ήταν ποτέ ούτε ο στόχος ούτε το μέτρο με βάση το οποίο κρινόταν η κάθε της κίνηση. Αλλά σίγουρα ο πιο blues ήχος, τα έγχορδα και τα πλήκτρα που τον εμπλούτισαν, καθώς και κομμάτια όπως τα “Down By The Water”, “Send His Love To Me”, “C’mon Billy”, “Long Snake Moan”, “The Dancer” την έκαναν πλέον γνωστή σε πολύ μεγαλύτερα ακροατήρια.

Το “Is This Desire?” πουακολούθησε διέφερε σημαντικά – όπως σχεδόν κάθε albumτης PJ Harvey σε σχέση με τα υπόλοιπα – από τον προκάτοχό του, εισάγοντας ηλεκτρονικά στοιχεία στον ήχο της. Με το “A Perfect Day Elise” γνώρισε τη μεγαλύτερη, μέχρι τότε, επιτυχία της στην Αγγλία, ενώ τα “The Garden”, “The Sky Lit Up”, “Catherine” συμπληρώνουν μία ακόμα τετράδα από highlights.

atokes

Στις αρχές του 2000, η Harveyξεκίνησε τις ηχογραφήσεις για το 5ο studio albumτης, “Stories From The City, Stories From The Sea”, με τη συνδρομή του Mick Harvey και του Rob Ellis. Επηρεασμένο από τη διαμονή της στη Νέα Υόρκη, είναι ένα album που τόσο στιχουργικά και συνθετικά όσο και από πλευράς παραγωγής μοιάζει να αναδεικνύει μία πιο “φωτεινή” πλευρά της, με τα περισσότερα κομμάτια να είναι δομημένα πάνω σε πιο mainstream- όσο δόκιμος μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος όρος στην περίπτωσή της – indie rock φόρμες. Τρία υπέροχα singles (“Good Fortune”, “A Place Called Home”, “This Is Love”) και ένα σύνολο τόσο εξαιρετικό που μοιάζει αδύνατο να ξεχωρίσεις έστω κι ένα κομμάτι που να υστερεί. Απότο “Big Exit” και το “This Mess We’re In”, με τον Thom Yorke των Radiohead στα φωνητικά, μέχρι το “Kamikaze” και το “We Float”, το “Stories…” είναι ένα album που πραγματικά δεν χορταίνεις να ακούς. Δίκαια, απέσπασε το Mercury Prize του 2001 ως το κορυφαίο της Βρετανικής δισκογραφίας.

Όμως, η PJ Harvey συνέχισε να παραμένει καλλιτεχνικά ανήσυχη και να αλλάζει τα μουσικά της μονοπάτια. Το “Uh Huh Her” του 2004 τη βρίσκει να παίζει όλα τα όργανα στον δίσκο – εκτός των drumsτου Rob Ellis–και να αναλαμβάνει την παραγωγή μόνη της. Ηχητικά, είναι ένα πολύ πιο “δύσκολο” album, ιδίως για το κοινό που τη γνώρισε μέσα από την προηγούμενη δουλειά της. Τα singles “The Letter”, “You Come Through”, “Who The Fuck?” και“Shame” ξεχώρισαν από εδώ.

Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η μεταστροφή της στο “White Chalk” (2007), στο οποίο συνεργάστηκε και πάλι με τον Flood, τον John Parish και τον Eric Drew Feldman. Το κιθαριστικό alternative rock έδωσε τη θέση του σε ορισμένες μαγευτικές μπαλάντες με κύριο όργανο το πιάνο. “When Under Ether”, “The Devil”, “Silence”, “The Piano” είναι μόνο μερικές από τις συνθέσεις που συγκροτούν ένα album που πολλοί φίλοι της PJ Harvey βρήκαν “περίεργο”, ενώ ακόμα και η ίδια είπε πως “όταν το ακούω αισθάνομαι σα να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό σύμπαν, πραγματικά, σαν να μην είμαι σίγουρη αν βρίσκομαι στο παρελθόν ή το μέλλον.”

Το 2011, παρουσίασε το 8ο album της, “Let England Shake”, μέσα σε έναν ομόφωνο διθύραμβο από τον μουσικό Τύπο τόσο στην πατρίδα της όσο και τον υπόλοιπο κόσμο. Βαθύτατα πολιτικοποιημένο και αντιπολεμικό -με υπέροχα κομμάτια όπως το “The Words That Maketh Murder”, “The Glorious Land”, “The Last Living Rose” – χάρισε στην Harvey το 2ο Mercury Prize της καριέρας της – δίνοντάς της μία θέση στο βιβλίο των ρεκόρ, μιας και είναι η μοναδική που το έχει καταφέρει – και τον τίτλο του album της χρονιάς στο Mojo, το Uncut, το NME και τον Guardian!

Όλα αυτά μας φέρνουν στο σήμερα, όπου η PJ Harvey, μετά από “σιωπή” πέντε ετών, πραγματοποιεί μία επιστροφή στη δισκογραφία και τις ζωντανές εμφανίσεις που ήδη αποτελεί το γεγονός της χρονιάς στον κόσμο της μουσικής. Το 9o album της, “The Hope Six Demolition Project” ηχογραφήθηκε μπροστά σε κοινό στο Somerset House του Λονδίνου, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο studio, και πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 15 Απριλίου του 2016. Περιέχει 11 τραγούδια που απηχούν τις εμπειρίες από τα ταξίδια τεσσάρων ετών στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν και την Washington και, όπως συνέβη και στο “Let England Shake”, έχουν ξεκάθαρα κοινωνικο-πολιτική θεματολογία.

Όπως και να έχει, alternative rock, punk-blues, avant-rock, indie-rock, folk… όλααυτάείναιοισυνήθεις χαρακτηρισμοί και ετικέτες που χρησιμοποιεί ο Τύπος για να προσδιορίσει το στυλ ενός καλλιτέχνη. Σε περιπτώσεις όπως αυτή της PJ Harvey όλα αυτά έχουν λίγη σημασία, από τη στιγμή που το μουσικό έργο της είναι τέτοιο που υπερβαίνει τα στενά όρια του οποιουδήποτε ρεύματος. Επιρροές και βιώματα έχουν όλοι οι καλλιτέχνες, ανεξαιρέτως. Αυτό που διαφοροποιεί τους καλύτερους εξ’ αυτών είναι η δυνατότητά τους να εξελίσσουν τα όσα έχουν πάρει σε κάτι μοναδικό και προσωπικό. Και η PJ Harvey είναι από τους ελάχιστους που έχουν να επιδείξουν μία πολυετή πορεία με τέτοια αξιοζήλευτη δημιουργικότητα και συνέπεια. Χωρίς υπερβολή, η θέση της στην κορυφή είναι σχεδόν μοναχική…

www.pjharvey.net
www.facebook.com/PJHarvey/
www.https://twitter.com/PJHarveyUK
www.youtube.com/user/PJHarveyVEVO

THE BRIAN JONESTOWN MASSACRE

anton-newcombe

Χωρίς αμφιβολία, οι Brian Jonestown Massacre αποτελούν το όνομα – ορόσημο ολόκληρης της ψυχεδελικής σκηνής των τελευταίων 25 ετών. Από τη σύνθεσή τους έχουν περάσει κατά καιρούς μέλη των BRMC, των Dandy Warhols, των Warlocks, των Out Crowd, των Lovetones, ακόμα και των μεγάλων Spacemen 3, ενώ χαρακτηρίζονται ως βασική επιρροή σχεδόν όλων των σύγχρονων psych-rock συγκροτημάτων, όπως οι Black Angels, Black Rebel Motorcycle Club, Allah-las, Dead Meadow, Wooden Shjips, Crystal Stilts, Asteroid #4, Black Lips, Night Beats, White Hills, Moon Duo, Follakzoid, Underground Youth, Wall Of Death, The Lucid Dream.
Σχηματίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στο San Francisco της California. To όνομά τους αποτελεί φόρο τιμής στον θρυλικό κιθαρίστα των Rolling Stones και την επιρροή που εκείνος είχε στο να συστηθούν η κουλτούρα και η μουσική της Ανατολής στον κόσμο του Δυτικού rock’n’roll. Μέσα στα πρώτα 5-6 χρόνια της ύπαρξής τους, πέρασαν από τη μπάντα περίπου 40 διαφορετικοί μουσικοί, όμως στο επίκεντρο βρισκόταν πάντοτε ο μέγιστος Anton Newcombe.
Το ντεμπούτο τους album, “Methodrone”, κυκλοφόρησε το 1995 και κατέδειξε αμέσως τη φοβερή ικανότητα του Newcombe να ενσωματώνει στις συνθέσεις του επιρροές από διάφορα είδη και εποχές.
Έκτοτε, έχουν κυκλοφορήσει μία σειρά από εκπληκτικά albums από τα οποία ξεχωρίζουν το “Their Satanic Majesties’ Second Request” (1996), μία σπονδή στην ψυχεδελική περίοδο της καριέρας των Rolling Stones με το πασίγνωστο “Anenome” ως απόλυτο highlight, το “Give It Back” (1997), το “Bravery, Repetition and Noise” (2001), το “…And This Is Our Music” (2003), το “Aufheben” (2012), το “Revelation” (2014).
Τα κομμάτια που έχουν ξεχωρίσει μέσα από αυτά μοιάζουν αμέτρητα. “Wisdom”, “Straight Up & Down” (το κομμάτι που αποτελεί το μουσικό θέμα της περίφημης σειράς του ΗΒΟ, “Boardwalk Empire”), “Servo”, “Even If You Were The Last Dandy On Earth”, “Whoever You Are”, “Going To Hell”, “Mansion In The Sky”, “Reign On”, “Just For Today”, “Nevertheless”, “Open Heart Surgery”, You Have Been Disconnected”, “Sailor”, “Stolen”, “Let Me Stand Next To Your Flower”, “When Jokers Attack”, “Here It Comes”, “You Look Great When I’m Fucked Up”, Prozac vs. Heroin”, “Golden Frost”, “Panic In Babylon”, “I Wanna Hold Your Other Hand”, “Stairway To The Best Party In The Universe”, “Waking Up To Hand Grenades”, “Vad Hände Med Dem?”, “What You Isn’t”, “Unknown”, “Food For Clouds”, “Goodbye (Butterfly)” και άλλα πολλά.

Παραδόξως, όμως, οι Brian Jonestown Massacre έμελλε να γίνουν γνωστοί μέσω ενός – βραβευμένου μεν, αποκηρυγμένου από τον ίδιο τον Anton δε – ντοκυμαντέρ. Το, πασίγνωστο πλέον, “DIG!” (2004) επεδίωξε να παρουσιάσει την παράλληλη πορεία – και τις δοκιμασίες που αντιμετώπισαν στη διάρκειά της – ο Newcombe και ο, κατά κάποιο τρόπο, ανταγωνιστής του, Courtney Taylor, ηγέτης των Dandy Warhols. Για την ιστορία, στο τέλος του, ο δεύτερος – κατά πολύ πιο επιτυχημένος εμπορικά – αναγνωρίζει πως ποτέ δεν μπόρεσε ούτε καν να πλησιάσει το ταλέντο του πρώτου. Και πως θα μπορούσε, άλλωστε…
Το 2015, οι BJM κυκλοφόρησαν το “Musique de Film Imaginé”, ένα album που λειτουργεί ως soundtrack σε μία φανταστική ταινία και αποτελεί φόρο τιμής σε σπουδαίους σκηνοθέτες του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου των 50’s και 60’s, όπως ο Francois Truffaut και ο Jean-Luc Godard, με τη συμμετοχή της Ιταλίδας τραγουδίστριας / ηθοποιού / σκηνοθέτιδος Asia Argento και της Γαλλίδας μουσικού Soko.
Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε το υπέροχο “I Declare Nothing”, ένα album / συνεργασία ανάμεσα στον Anton Newcombe και την τραγουδίστρια Tess Parks. Άλλωστε,μέσα στα χρόνια, οι συνεργασίες του ηγέτη των Brian Jonestown Massacre με άλλες μπάντες και μουσικούς είναι πολυάριθμες. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τους Dead Skeletons, Vacant Lots, The Third Sound, Dead Meadow.
www.brianjonestownmassacre.com

SLOWDIVE

slowdive1

Ο αργός και ζαλιστικός ήχος τους σε παρασύρει σε μια δίνη από κιθάρες, με “κρυμμένες” μελωδίες που ανακαλύπτεις σε κάθε ακρόαση. Στέκουν ισάξια δίπλα από τους Ride, My Bloody Valentine, The Verve, Cocteau Twins και The Jesus and Mary Chain στο shoegaze – ή dreampop, αν προτιμάτε – ρεύμα, που επικράτησε στα τέλη των 80’s και μέχρι τα μέσα των 90’s. Αυτό που αποκαλείται συχνά “The Scene That Celebrates Itself’, καθώς οι μουσικοί των shoegaze συγκροτημάτων της εποχής δεν ήταν ουδέποτε ανταγωνιστικοί μεταξύ τους.

Οι Slowdive σχηματίστηκαν στο Reading το 1989 από την, 18χρονη τότε, Rachel Goswell και τον 19χρονο Neil Halstead. Η πρώτη πρότεινε το όνομα από το αγαπημένο της τραγούδι των Siouxsie and the Banshees. Ο δεύτερος εξελίχθηκε στον βασικό συνθέτη της μπάντας, και έναν από τους κορυφαίους Βρετανούς της τελευταίας 25ετίας. Μαζί με την Goswell και τον Ian Mc Cutcheon, μετά το τέλος των Slowdive, δημιούργησε τους εξαιρετικούς Mojave 3.

Tα πρώτα singles και EP’s, με τις διθυραμβικές κριτικές, τους οδήγησαν σε ένα πολύ γρήγορο συμβόλαιο με την Creation Records του Alan Mc Gee. Το πρώτο τους, από τα μόλις τρία albums τους, ήταν το “Just for a Day”, το Σεπτέμβρη του 1991. Γραμμένο σε ενάμισι μόλς μήνα, με την μπάντα να βρίσκεται σε έντονα πειραματική διάθεση. Οι Slowdive είχαν ήδη μια γερή βάση οπαδών σε Βρετανία και ΗΠΑ, ωστόσο ο Μουσικός Τύπος είχε αλλάξει στάση και γινόταν αδικαιολόγητα εχθρικός, καθώς brit-pop και grunge (και τα πολλά λεφτά) έρχονταν να σαρώσουν τα πάντα…

Αυτό δεν τους εμπόδισε να περιοδεύσουν σε Ευρώπη και ΗΠΑ, με την αμερικανική εταιρεία τους SBK Records, να καθυστερεί την έκδοση του δίσκου (το ίδιο έκανε και με τον δεύτερο) και να πέφτει σε σωρεία λαθών προώθησης. Τελικά τους έδιωξε! Ορισμένες αρνητικές κριτικές (όσοι ζήσατε την εποχή, θυμάστε πόσο κακός μπορούσε να γίνει ο γραπτός Μουσικός Τύπος της Αγγλίας) επηρέασε τα νεαρά μέλη της μπάντας.

tickets-new

Η Creation τους ζήτησε ένα εμπορικό δεύτερο δίσκο. Ο Halstead αποσύρθηκε σε ένα σπίτι στην Ουαλία, ενώ είχαν ξεκινήσει να ηχογραφούν, αλλά ο McGee είχε απορρίψει το υλικό. Το ιστορικό πλέον “Souvlaki” κυκλοφόρησε το Μάιο του 1993. Για όσους αναρωτιέστε, ο τίτλος προήλθε από ένα σκετσάκι των Jerky Boys, μιας cult κωμικής δυάδας από τη Νέα Υόρκη με ιστορικές τηλεφωνικές φάρσες.

Οι Slowdive ζήτησαν τη βοήθεια του μέγα Brian Eno στην παραγωγή. Εκείνος, συνεργάστηκε μαζί τους στη σύνθεση του “Sing” και στο “Here She Comes” παίζοντας keyboards. Σήμερα, το “Souvlaki” συγκαταλέγεται στις μεγάλες στιγμές της δεκαετίας του ’90, εξασφαλίζοντας στην μπάντα συνεχείς πετυχημένες εμφανίσεις σε μεγάλα festival και συναυλίες.

O τελευταίος τους δίσκος “Pygmalion”, βγήκε το Φεβρουάριο του 1995. Λιγότερες κιθάρες, και περισσότερο ambient/electronic στοιχεία, το ίδιο πανέμορφος με τους άλλους δύο. Πλέον όμως, οι σχέσεις μέσα στο συγκρότημα δεν ήταν οι καλύτερες, όπως και εκείνες με την δισκογραφικής τους. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο.

Oι Slowdive πλέον έχουν επιστρέψει για τα καλά, κοντά 20 χρόνια μετά. Μπορούν να συστήσουν εκ νέου τον ονειρικό κόσμο τους σε πολύ περισσότερο κοινό και, κυρίως, στις νεώτερες γενιές. Και με τη δική τους παρουσία, η βραδιά της 7ης Ιουνίου δεν θα έχει λόγια για να περιγραφεί!

slowdiveofficial.com
facebook.com/Slowdive
twitter.com/slowdiveband
instagram.com/slowdiveofficial

Closer

closer

Οι Closer αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα σύνολα στο χώρο της αγγλόφωνης ελληνικής σκηνής, εδώ και δύο δεκαετίες. Έχουν μοιραστεί την σκηνή με τους Doves, Echo And The Bunnymen, Jesus And Mary Chain, Sonic Youth, Pulp, Garbage, Patti Smith, Moby, Puressence, Mercury Rev κ.α. To ντεμπούτο τους, “In The Market” (1998), θεωρείται ένας δίσκος ορόσημο. Μέσω της Chrysalis / ΕΜΙ, κυκλοφόρησαν διεθνώς  το “Suddenly Comes”  και το 2007 το τρίτο ολοκληρωμένο album που φέρει το όνομα του συγκροτήματος.  Οι Closer επιστρέφουν δυναμικά στην δισκογραφία με μια τριλογία  με το πρώτο μέρος, με τίτλο “Renaissance”, αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2016.

https://www.facebook.com/closergreece/?fref=ts

The Noise Figures

TNF 2016

Το δίδυμο των The Noise Figures έχει έδρα την Αθήνα και παίζει Psych Rock. Το ντεμπούτο ομότιτλο album τους κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2013 και ο δεύτερος δίσκος τους “Aphelion” ήρθε το 2015 από την Inner Ear Records,
λαμβάνοντας και αυτός, εξαιρετικές κριτικές.
Συνεχείς περιοδείες σε Ελλάδα αλλά και Ευρώπη, με την φετινή (Mάρτιος και Απρίλιος) να αριθμεί 20 συναυλίες σε 10 χώρες, αφού αμέσως πριν είχε προηγηθεί περιοδεία σε πολλές ελληνικές πόλεις. Εχουν μοιραστεί τη σκηνή
με τους Black Rebel Motorcycle Club, Japandroids, Wooden Shjips, Sylvain Sylvain, All Them Witches και άλλους πολλους. To συγκρότημα αποτελείται από τους Γιώργο Νίκα (φωνή, τύμπανα) και Στάμο Μπάμπαρη (κιθάρες, φωνή).

https://www.facebook.com/thenoisefigures
http://thenoisefigures.bandcamp.com/